- μεταίτιοι
- μεταίτιοςbeing the joint cause ofmasc nom/voc plμεταίτιοςbeing the joint cause ofmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακουχία — ἡ (AM κακουχία) [κακουχώς] 1. κακοπάθεια, ταλαιπωρία 2. κακομεταχείριση («κακουχίας μεταίτιοι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σωματική κακοποίηση («πέθανε από τις κακουχίες») 2. πληθ. οι κακουχίες τα δεινοπαθήματα μσν. αρχ. κακοτυχία, δυστυχία αρχ. κακή… … Dictionary of Greek